Οι αρχαίοι ημών πρόγονοι μπορεί να μας μετέδωσαν τα φώτα τους όσον αφορά τη φιλοσοφία, τις επιστήμες, τον πολιτισμό αλλά διαμόρφωσαν τον δυτικό πολιτισμό ως προς τις συνήθειές τους και στο επίπεδο των τυχερών παιχνιδιών και των live καζίνο. Ο «τζόγος» όπως λέμε στην καθομιλουμένη δεν είναι μία τωρινή ανακάλυψη. Ακόμη και οι Αρχαίοι Έλληνες όταν δεν έχτιζαν… Παρθενώνες, τους κουβάδες τους πηγαίνανε μια χαρά.
Τα ζάρια, η ντάμα και το… μπαρμπούτι
Τα ζάρια «ανακαλύφθηκαν» από τον ομηρικό ήρωα Παλαμήδη, κατά τη διάρκεια της πολιορκίας της Τροίας που δεν υπήρχαν νόμιμα καζίνο. Δέκα χρόνια ήταν αυτά… κάπως έπρεπε να περάσει η ώρα. Στον Παλαμήδη αποδίδεται επίσης και το παιχνίδι του διαγραμμισμού, δηλαδή της ντάμας.
Το μπαρμπούτι εν ολίγοις, ήταν ιδιαίτερα δημοφιλές στην αρχαιότητα και μπορούσε να παιχτεί σχετικά εύκολα πάνω σε μια κουβέρτα ακόμα και αν δεν υπήρχαν τα καλύτερα καζίνο. Η «ριξιά της Αφροδίτης» ήταν αυτή που σε γέμιζε …μνες, και η «ριξιά του σκύλου» αυτή που σε έστελνε κουβά. Τα ζάρια δεν τα έριχναν ποτέ με το χέρι, αλλά μέσα από ένα αγγείο, το κήθιον. Οι τόποι συναντήσεως των παικτών λεγόταν κυβεία ή κυβευτήρια, οι μπαρμπουτιέρες δηλαδή, οι οποίοι θεωρούνταν από τότε τόποι κακόφημοι. Το Ιερό της Αθηνάς Σκιράδος στην Ιερά Οδό ήταν ένα από τα πιο γνωστά σημεία συνάντησης για τους κυβευτές, οι οποίοι αναφωνούσαν συχνά πυκνά… ὀφθαλμός ,ἔφαγε ἐμέ ὁ ὀφθαλμός.
Οι κυβευτές είχαν και προστάτες, τους θεούς Ερμή και Πάνα. Υπήρχαν και διάφορες ονομασίες για τις ζαριές, τις οποίες παραθέτει ο Πολυδεύκης. Οι καλές ζαριές λέγονταν (ευκυβείν) και οι κακές (δυσκυβείν). H καλύτερη ζαριά 3Χ6, ονομαζόταν «μίδας» ή «Αφροδίτη». Άλλες ονομάζονταν «ευδαίμων», «αντίτευχος» (εχθρός) , «δάκνων», «Λάκωνες», «Αργείος» κλπ. Μερικές άλλες ονομασίες ταυτίζονταν με τις καλές ζαριές, όπως «κύων» ή «χίος» για τον άσσο, «κώος» για το έξι κλπ.
Το παιχνίδι του αστραγαλισμού
Τα τυχερά παιχνίδια με τα ζάρια δεν ήταν μόνο των μεγάλων, καθώς και τα παιδιά έπαιζαν και αυτά δικά τους παιχνίδια με ζάρια και όχι με ρουλέτα. Ο αστραγαλισμός ήταν ένα εξ αυτών, ο οποίος παιζόταν με οστέινους αστραγάλους αμνών, εριφίων και ελαφιών.
Οι παίχτες ρίχνανε διαδοχικά τους αστραγάλους, των οποίων η κάθε πλευρά είχε συγκεκριμένη αξία, συγκεντρόνωντας ανάλογους πόντους. Τέσσερα τουλάχιστον οστάρια αστραγάλων (κότσια) ήταν απαραίτητα για το παιχνίδι, ενώ για τη φύλαξη και τη μεταφορά τους οι παίχτες χρησιμοποιούσαν σακουλάκια από δέρμα ή ύφασμα (φορμίσκοι).
Το παιχνίδι του αστραγαλισμού επιβίωσε στην ύπαιθρο μέχρι και τις τελευταίες δεκαετίες του 20ού αιώνα, με την ονομασία «κότσια» ή «βεζύρης». Από εκεί ενδεχομένως να προέρχεται και η ονομασία των ζαριών στην γλώσσα των τζογαδόρων, οι οποίοι τα λένε κόκαλα.
Το ίδιο παιχνίδι, όπως και το παιχνίδι «μονά-ζυγά», παιζόταν με ξηρούς καρπούς, αμύγδαλα και καρύδια σε αντίθεση με τα σημερινά παιχνίδια όπως το blackjack. Όταν υπήρχαν στοιχήματα μετατρεπόταν αυτομάτως σε τυχερό παιχνίδι και τα παιδιά σε μικρούς «χάστες». Ο τζόγος καταγράφεται από τη μινωική εποχή. Σε ανασκαφές που έγιναν στο ανάκτορο της Ζάκρου, βρέθηκαν δώδεκα πλακίδια από φαγεντιανή, που πάνω τους είχαν επαναλαμβανόμενους γραπτούς χαρακτήρες μόνο από τη μία όψη. Οι μελετητές υποστηρίζουν πως μπορούμε να μιλάμε για ένα παιχνίδι παρόμοιο με την πόκα.