Το καζίνο της Πάρνηθας δημιουργήθηκε τo 1971 στο ξενοδοχείο Mont Parnes. Στα εγκαίνιά του παρέστησαν 2.000 άτομα και σύντομα έγινε στέκι των επιφανών μελών της αθηναϊκής κοινωνίας. Η είσοδος δεν ήταν ελεύθερη. Για να παραβρεθεί κάποιος στα χριστουγεννιάτικα ρεβεγιόν έπρεπε να βάλει «μέσο». Έπρεπε να τον συστήσουν 3 παλιά μέλη, να έχει καλούς τρόπους συμπεριφοράς και ευπρεπές ντύσιμο. Για το λόγο αυτό, τη δεκαετία του ’70 η κάρτα μέλους στο καζίνο της Πάρνηθας αποτελούσε εισιτήριο για την καλή κοινωνία.
Ο γκρουπιέρης Δημήτρης Δηλιγιάννης, διηγείται ότι οι μάρκες ήταν πιο ισχυρές και από το νόμισμα και πολλοί τις χρησιμοποιούσαν για καθημερινές συναλλαγές. Τα μεγαλύτερα ποσά ποντάρονταν τη γιορτινή περίοδο. Τη μέρα των Χριστουγέννων μια «μπιλιά» μπορούσε να πληρωθεί 120.000.000 δραχμές, ενώ υπήρχαν εφοπλιστές που ξεκινούσαν το ποντάρισμα από τις 100.000 δραχμές. Εκείνες τις ημέρες οι πελάτες κυκλοφορούσαν ανάμεσα στα τραπέζια με σακούλες σκουπιδιών, γεμάτες χαρτονομίσματα.
Συχνοί πελάτες ήταν μεγιστάνες από τη Μέση Ανατολή και Σαουδάραβες. Πόνταραν τεράστια ποσά για ψυχαγωγία και άφηναν γενναιόδωρα φιλοδωρήματα στους εργαζομένους. Όπως είπε ο Δηλιγιάννης, μπορεί να κέρδιζαν 100.000 και να έδιναν τις 50.000 ως φιλοδώρημα στον σερβιτόρο που τους πρόσφερε τον καφέ. Εκείνη την εποχή, ο γιος ενός πλουσίου Σαουδάραβα που σύχναζε στο καζίνο ερωτεύθηκε μια νεαρή κοπέλα, που ονομαζόταν Ρόζι.
Ο ζάπλουτος παίκτης τα έχασε και της προσέφερε μια πανάκριβη Lamborghini. Είχε την ατυχία όμως και η Ρόζι να προέρχεται από μία πολύ πλούσια οικογένεια των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής. Γι’ αυτό και στην αρχή τον απέρριψε. Ο Σαουδάραβας όμως δεν τα παράτησε. Συνέχισε να την πολιορκεί και τελικά όχι μόνο τα κατάφερε, αλλά στο μέλλον παντρεύτηκαν και απέκτησαν και ένα παιδί.